υποανάπτυκτος

υποανάπτυκτος
-η, -ο, Ν
βλ. υπανάπτυκτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπανάπτυκτος — και υποανάπτυκτος, η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε υπανάπτυξη, αυτός που υστερεί σε ανάπτυξη («υπανάπτυκτες χώρες») 2. φρ. «υπανάπτυκτη περιοχή» περιοχή χαμηλής οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”